- σελάχειον
- τὸ, Α(ποιητ. τ.) βλ. σελάχι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελαχείων — σελάχειον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχεια — σελάχειον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελάχι — (I) και σιλάχι, το, Ν 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»]. (II) το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α κοινή ονομασία … Dictionary of Greek